γυναικοκαβγάς

γυναικοκαβγάς
ο
καβγάς, φιλονικία ανάμεσα σε γυναίκες: Στήθηκε γερός γυναικοκαβγάς στη λαϊκή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμαζονομαχία — η (Α ἀμαζονομαχία) μάχη Αμαζόνων νεοελλ. φιλονικία γυναικών, γυναικοκαβγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀμαζονομάχος < Ἀμαζὼν + μάχος < μάχομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”